Πλωτίνου

Πλωτίνου
Πλωτί̱νου , Πλωτῖνος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ευστόχιος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα, επί Μαξιμιανού, μαζί με τα παιδιά του. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. II Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Αλεξανδρινός γιατρός (3ος αι. μ.Χ.). Ήταν ένας από τους τελευταίους …   Dictionary of Greek

  • ПОРФИРИЙ —    • Porphyrĭus,          Πορφύριος, родился в Тире в 233 г. от Р. X., его собственное финикийское имя Малх (т. е. царь) перевел на греческий язык его учитель Лонгин, учивший его грамматике и риторике в Афинах, и с тех пор он постоянно носил это… …   Реальный словарь классических древностей

  • Porphyrĭos — Porphyrĭos, eigentlich Malchos, geb. 233 n.Chr. zu Batanea in Syrien, Neuplatoniker, studirte erst unter Longinos in Athen, dann unter Plotinos in Rom u. lehrte nach Plotins Tode daselbst Philosophie. Er st. um 305; sein bedeutendster Schüler war …   Pierer's Universal-Lexikon

  • εννεάδα — η (AM ἐννεάς και ποιητ. τ. εἰνάς) [εννέα] το αφηρημμένο ουσ. τού αριθμού εννέα, σύνολο εννέα όμοιων πραγμάτων μσν. εννεαετία αρχ. 1. ο αριθμός εννέα 2. η ένατη μέρα τού μήνα 3. καθένα από τα έξι βιβλία στα οποία διαίρεσε ο Πορφύριος τα έργα τού… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • πορφύριος — I (Τύρος 233 34 – αρχές του 4ου αι.) Έλληνας φιλόσοφος. Σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν μαθητής του Ωριγένη και του Κασσίου Λογγίνου. Το 263 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε μαθητής του Πλωτίνου, του οποίου έγραψε μια βιογραφία και εξέδωσε τα… …   Dictionary of Greek

  • Αμέλιος — (3oς αι. μ.Χ.). Φιλόσοφος, μαθητής του Πλωτίνου. Ο ίδιος προτιμούσε να τον ονομάζουν Αμέριο, γιατί καταγόταν από την Αμερία της Τοσκάνης. Έγραψε πολλά έργα, από τα οποία σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Συνοπτικά, ο Α. ήταν πολυμαθής νεοπλατωνικός… …   Dictionary of Greek

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”